- κερουτιώ
- κερουτιῶ, -άω (Α)1. (για ζώα που έχουν κέρατα) κινώ βιαίως τα κέρατα προς τα πάνω2. μτφ. υψώνω το κεφάλι και υπερηφανεύομαι («ἀνωρτάλιζες κἀκερουτίας», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κερουτ- (< *κερούττα, υποτιθέμενος αττ. τ. τού κερούσσα, < κερόεσσα, θηλ. τού κερόεις) + κατάλ. -ίάω / -ιώ, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ.].
Dictionary of Greek. 2013.